κουτάλι

κουτάλι
το
1. χουλιάρι.
2. φρ., «Έφαγε τα γράμματα με το κουτάλι», είναι πολύ γραμματισμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κουτάλι — το (Μ κουτάλι και κουτάλιν) επιτραπέζιο και μαγειρικό σκεύος, με κοιλότητα στο ένα άκρο του, με το οποίο τρώγονται υγρές ή πολτώδεις τροφές, κοχλιάριο νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού σκεύους αυτού ως μέτρο, όσο χωρεί το κουτάλι («έβαλα δύο κουτάλια …   Dictionary of Greek

  • Κλώνης, Κλεόβουλος — (Κούταλι Προποντίδας, περ. 1900 – Αθήνα 1988). Ζωγράφος και σκηνογράφος. Από νωρίς (1925) άρχισε να εργάζεται ως σκηνογράφος, συνεργαζόμενος αρχικά με τους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη και του Σπύρου Μελά στην Ελεύθερη Σκηνή και αργότερα με το… …   Dictionary of Greek

  • κουτάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Τα Κ. βρίσκονται Β της Καλαμάτας. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας. * * * η 1. μεγάλο κουτάλι 2. κοινή ονομασία τής ωμοπλάτης που συνδέει το χέρι… …   Dictionary of Greek

  • κουταλάκι — το 1. μικρό κουτάλι 2. τεχνητό δόλωμα που μοιάζει με μικρό κουτάλι και τοποθετείται από τους αλιείς στο άκρο τής ορμιάς, δίπλα στο άγκιστρο …   Dictionary of Greek

  • κουταλιά — η (Μ κουταλέα) το περιεχόμενο ενός κουταλιού, όσο χωράει ένα κουτάλι νεοελλ. παροιμ. «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό» δεν είναι ικανός να αντιμετωπίσει και την πιο μικρή δυσχέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + επίθημα έα, απ όπου με συνίζηση ιά*] …   Dictionary of Greek

  • κουταλομετρώ — άω 1. υπολογίζω, μετρώ με το κουτάλι την ποσότητα κάποιου υλικού 2. ανακατεύω ένα υγρό με κουτάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτάλι + μετρώ] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιάριο — το (AM κοχλιάριον) 1. το κουτάλι 2. η κουταλιά νεοελλ. τεχνικό ή χειρουργικό εργαλείο που έχει σχήμα κουταλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. λατ. cochlear, aris «κουτάλι» < cochlea «κοχλίας» < αρχ. ελλ. κοχλίας. Το λατ. cochear… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

  • χουλιάρι — το, Ν 1. κουτάλι 2. μτφ. πρόσωπο που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις με κακή διάθεση ή άνθρωπος κουτσομπόλης και συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από τη λ. κοχλιάριον «κουτάλι», υποκορ. τού κοχλίας, ο οποίος μεταπλάστηκε σε χοχλιάρι /… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”